- μετοικικος
- μετοικικόςμετ-οικικός3находящийся на положении метэка
(ἄνθρωπος Plut.)
οὐδὲ μετοικικὰ τῆς Ἀθηναίων φωνῆς ирон. Luc. — совершенно неаттические выражения
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄνθρωπος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετοικικός — μετοικικός, ή, όν (Α) [μέτοικος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον μέτοικο 2. αυτός που βρίσκεται στην κατάσταση τού μετοίκου 3. μτφ. αυτός που είναι μέτοχος σε κάτι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μετοικικά η παρεφθαρμένη αττική… … Dictionary of Greek
μετοικικά — μετοικικός consisting of neut nom/voc/acc pl μετοικικά̱ , μετοικικός consisting of fem nom/voc/acc dual μετοικικά̱ , μετοικικός consisting of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικικόν — μετοικικός consisting of masc acc sg μετοικικός consisting of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικικῆς — μετοικικός consisting of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικικῶς — μετοικικός consisting of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικικῷ — μετοικικός consisting of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)